Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή


κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία. Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά...
Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.

Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.

Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα...στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.

Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.

- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"

- "Πιο στοιχειωμένο ρε μ@λάκ@! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"

Κάποια τηλεφωνεί στην πυροσβεστική και λέει:


- Θέλω να αναφέρω μια φωτιά στο σπίτι μου.
Ο πυροσβέστης στην άλλη άκρη της γραμμής ρωτά:
- Πού είναι, κυρία μου;
- Στην κουζίνα μου, απαντά.
- Όχι, λέει αυτός, εννοούσα, πως θα πάμε εκεί;
- Λοιπόν, μπορείτε να μπείτε από την μπροστινή είσοδο, να διασχίσετε το διάδρομο, να περάσετε από το σαλόνι, ή να μπείτε από την πίσω πόρτα, να ανεβείτε τις σκάλες και είναι ακριβώς εκεί, εξηγεί η κυρία.
- Με συγχωρείτε κυρία μου, λέει ο πυροσβέστης, αυτό που ήθελα να πω, ήταν πώς θα πάμε από ΕΔΩ που είμαστε ΕΚΕΙ που είστε;
Μετά από μια μικρή διακοπή, η κυρία ρωτά:
- Καλά, δεν έχετε πια εκείνα τα μεγάλα κόκκινα φορτηγά;

Ένας οδηγός νταλίκας σταματάει σε ένα πάρκινγκ για να κοιμηθεί μέσα στην νταλίκα.


Ξαφνικά κάποιος του χτυπάει το τζάμι και τον ρωτάει: 
- Συγνώμη, μήπως έχετε ώρα; 
- Είναι τρεις και είκοσι. 
Μετά από λίγη ώρα ένας άλλος περαστικός του χτυπάει πάλι το τζάμι. 
- Συγνώμη, μήπως έχετε ώρα;
- Είναι τέσσερις παρά δέκα.
Ο οδηγός για να μπορέσει να κοιμηθεί, γράφει σε ένα μεγάλο χαρτί: 'ΔΕΝ ΕΧΩ ΩΡΑ' και το κολλάει πάνω στο παράθυρο.
Μετά από κάποια ώρα κάποιος του ξαναχτυπάει το τζάμι και του λέει:
- Είναι πέντε παρά δέκα...

Μια μέρα ο Μπόμπος στο σχολείο, αφού τελείωσε το μάθημα και είχαν φύγει όλα τα παιδάκια, λέει στη δασκάλα:


- Κυρία, έχω 10.000 δρχ. Αν σου τα δώσω να σου πιάσω λίγο το μπουτάκι;
- Τι πράγματα είναι αυτά που λες Μπόμπο; του λέει.
- Κύρια, να τα κάνω 20.000 δρχ.;
Το σκέφτεται η κύρια και συμφωνεί μαζί του.
Αφού τη χουφτώνει κανονικά της λέει:
- Κυρία, να σου δώσω 30.000 δρχ. να σου πιάσω το βυζάκι;
- Και δεν το πιάνεις; του λέει η κύρια.
- Κυρία, της λέει, να σου δώσω 40.000 δρχ. να βγάλεις έξω τις βυζάρες σου να τις γλύψω;
Συμφωνεί η κύρια και της τα γλύφει.
- Κυρία, μίας και φτάσαμε εδώ να σε πάρω από μπροστά για 100.000 δρχ.;
Δεν το σκέφτεται καθόλου η δασκάλα, κατεβάζει το κυλοτάκι και ο Μπόμπος τη γαμάει. Μετά το γαμήσι της λέει ο Μπόμπος:
- Κυρία, έχω άλλες 110.000 δρχ. Να στα δώσω να σε γαμήσω από πίσω;
- Κοίταξε να δεις, Μπόμπο, του λέει η κύρια, από πίσω είμαι παρθένα.
- Με το γαριδάκι που έχω, κύρια, δεν θα καταλάβετε τίποτα.
Αυτή το σκέφτεται λίγο και συμφωνεί. Αφού τη γαμάει και από πίσω, χαιρετιούνται και ο Μπόμπος φεύγει.
Ενώ έφευγε χαρούμενη η κύρια που είχε μαζέψει τόσα λεφτά, τη συναντάει ο διευθυντής και της λέει:
- Τι γίνεται κύρια Παπαδοπούλου, σας έδωσε ο Μπόμπος τα χρήματα του μισθού σας που του έδωσα να σας φέρει;

Στο super market ένα ζευγάρι κάνει τα ψώνια του.


Μόλις περνούν από τα ποτά ο άντρας παίρνει ένα μπουκάλι βότκα και το βάζει στο καλάθι με τα ψώνια.
- Τι είναι αυτό!!; λέει η γυναίκα.
- Εεε τι να είναι... βότκα.
- Και πόσο κοστίζει;
- 10 ευρώ.
- Μα είσαι με τα καλά σου Δεν έχουμε να φάμε καλά-καλά και εσύ θέλεις να αγοράσεις βότκα!! Άφησε το πίσω.
Ο άντρας με κρύα καρδιά βάζει το μπουκάλι πίσω στο ράφι.
Μόλις περνούν από τα καλλυντικά η γυναίκα παίρνει μια συσκευασία και τη βάζει στο καλάθι με τα ψώνια.
- Τι είναι αυτό; Λέει ο άντρας.
- Εεε, τι να είναι... κρέμα προσώπου.
- Και πόσο κοστίζει;
- 58 ευρώ.
- Μα πας καλά; Δεν ήθελες να πάρω τη βότκα με 10 ευρώ και εσύ θα δώσεις 58 ευρώ για μία κρέμα προσώπου!!;
- Ε, έτσι όμως θα με βλέπεις πιο όμορφη...
-Αα ναι ε; Και με 10 ευρώ την ίδια δουλειά θα κάναμε!

Χτυπάει το τηλέφωνο. Η Ελληνίδα μάνα το σηκώνει κι ακολουθεί ο εξής διάλογος.



Ελληνίδα Μάνα: Ναι;
Κόρη: Γεια σου Μαμά. Μπορείς να μου κρατήσεις τα παιδιά απόψε;

Ελληνίδα Μάνα: Θα βγεις;
Κόρη: Ναι.

Ελληνίδα Μάνα: Με ποιον;
Κόρη: Μ' ένα φίλο.

Ελληνίδα Μάνα: Ειλικρινά δε μπορώ να καταλάβω γιατί άφησες τον άντρα σου. Τόσο καλό παιδί!
Κόρη: Δεν τον άφησα εγώ, ΑΥΤΟΣ με άφησε!

Ελληνίδα Μάνα: Τον άφησες να σ' αφήσει, και τώρα βγαίνεις έξω με τον καθένα.
Κόρη: Δε βγαίνω με τον καθένα. Μπορώ να σου φέρω τα παιδιά;

Ελληνίδα Μάνα: Εγώ δε σ'αφησα ποτέ για να βγω έξω με κανέναν άλλο παρά με τον πατέρα σου.
Κόρη: Ναι, αλλά έκανες ένα σωρό πράγματα που δεν τα κάνω εγώ.

Ελληνίδα Μάνα: Τώρα τι υπονοείς;
Κόρη: Τίποτα. Θέλω απλά να μου πεις αν μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά απόψε.

Ελληνίδα Μάνα: Θα περάσεις τη νύχτα μαζί του; Τι θα πει ο άντρας σου άμα το μάθει;
Κόρη: Ο ΠΡΩΗΝ άντρας μου εννοείς! Δε νομίζω πως θα τον νοιάξει... Από τότε που έφυγε από το σπίτι, αμφιβάλλω αν κοιμήθηκε ποτέ μόνος!

Ελληνίδα Μάνα: Άρα λοιπόν θα κοιμηθείς στο σπίτι αυτουνού του χαμένου;
Κόρη: Δεν είναι χαμένος.

Ελληνίδα Μάνα: Όποιος άντρας βγαίνει με μια χωρισμένη με παιδιά είναι χαμένος και παράσιτο.
Κόρη: Κοίτα, δε θα το συζητήσω... Να τα φέρω τα παιδιά από κει ή όχι;

Ελληνίδα Μάνα: Άμοιρα παιδάκια μου με τέτοια μάνα...
Κόρη: Τι εννοείς με ΤΕΤΟΙΑ μάνα;;;

Ελληνίδα Μάνα: Χωρίς σταθερότητα... Εμ, γι'αυτό έφυγε ο άντρας σου...
Κόρη: Μα ακούς τι λες; Είσαι απαράδεκτη! Δε ντρέπεσαι!

Ελληνίδα Μάνα: Μη μου φωνάζεις εμένα! Πάω στοίχημα ότι κι αυτουνού του χαμένου έτσι του φωνάζεις!
Κόρη: Μπα, τώρα ανησυχείς για τον χαμένο;

Ελληνίδα Μάνα: Ααα, βλέπεις που το παραδέχεσαι πως είναι χαμένος; Το ήξερα εγώ!
Κόρη: Μαμά κλείνω.

Ελληνίδα Μάνα: Κάτσε παιδί μου! Μη κλείνεις! Τι ώρα θα μου φέρεις τα παιδιά;
Κόρη: Ούτε θα σου τα φέρω, ούτε θα βγω έτσι που μ'έσκασες!

Ελληνίδα Μάνα: Μα βρε παιδάκι μου, άμα δε βγαίνεις ποτέ έξω, πώς θα γνωρίσεις κανένα καλό παιδί;

Σ` ένα πλοίο, φωνάζει κάποια στιγμή αυτός που παρατηρεί από το κατάρτι:


- 'Πειρατές μπροστά μας.'
Αμέσως, φωνάζει ο καπετάνιος σ` έναν ναυτη:
- 'Πήγαινε κάτω στην καμπίνα μου και φέρε το κόκκινο μου το παντελόνι. Σε περίπτωση
που πληγωθώ στο πόδι, να μη το καταλάβει το πλήρωμα και φοβηθεί.'
- 'Εντάξει καπετάνιο', λέει ο ναυτης.
Μετά από μερικές μέρες, φωνάζει πάλι αυτός από το κατάρτι:
- 'Μας έχουν περικυκλώσει 10 πλοία πειρατών.'
Και αμέσως λέει ο καπετάνιος σ' ένα ναυτη:
- 'Πήγαινε φέρε μου το καφέ μου παντελόνι, σε παρακαλώ..

Δύο παντρεμένες γυναίκες βγήκαν για έξοδο ένα


Σαββατόβραδο χωρίς τους συζύγους τους (άκου πράγματα !).

 - Καθώς γύριζαν στο σπίτι με τα πόδια κατά τα ξημερώματα αισθάνθηκαν έντονη την ανάγκη για κατούρημα. Το μόνο μέρος που θα μπορούσαν να κρυφτούν για να ξαλαφρώσουν ήταν ένα νεκροταφείο.

 - Φοβισμένες αποφάσισαν να μπουν και να κατουρήσουν.

 - Η πρώτη δεν είχε τίποτα για να καθαριστεί, έτσι έβγαλε το κυλοτάκι της, σκουπίστηκε και το πέταξε. Η δεύτερη επίσης δεν είχε τίποτα, αλλά σκέφτηκε "Α εγώ δεν πρόκειται να πετάξω την κυλόττα μου" και χρησιμοποίησε την κορδέλα από ένα στεφάνι λουλουδιών για να καθαριστεί. Το επόμενο πρωί οι γυναίκες ήταν ξερές στον ύπνο, και οι δύο σύζυγοι ανήσυχοι μιλούσαν μεταξύ τους στο τηλέφωνο. Φίλε, φοβάμαι ότι έχουμε μπλέξει και πρέπει να ψαχνόμαστε. Αυτές κάτι άσχημο έκαναν χτες βράδυ.

 - Η δικιά μου γύρισε χωρίς κυλόττα.

-Εσύ; τυχερός είσαι. Η δικιά μου γύρισε και είχε μια κάρτα κολλημένη στον κ*λο της που έγραφε : "Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ"!!!!

Ήταν ένας πολύ βαρύς άντρας και ήθελε να χάσει κιλά.

 Πάει σ ένα ινστιτούτο αδυνατίσματος και αυτοί του λένε:
- "Έχουμε ένα καταπληκτικό πρόγραμμα που σε μια εβδομάδα θα έχετε χάσει τα πρώτα 50 κιλά".
Τον βάζουν σ ένα δωμάτιο, μπαίνει μια γυμνή ξανθιά και του λέει:
- "Τρέχω, τρέχεις, με πιάνεις με γ@μ@ς, όταν ακούσεις το κουδουνάκι σταματάμε".
Αρχίζει να τρέχει αυτός, πάνω που πάει να την πιάσει χτυπά το κουδουνάκι και σταματάει. Αυτό συνεχιζόταν μια βδομάδα ώσπου έχασε τα 50 κιλά.
Πολύ ευχαριστημένος γυρνά στο ινστιτούτο και λέει ότι θέλει να χάσει άλλα 50 αλλά πιο γρήγορα.
Τον βάζουν σε ένα δωμάτιο, μπαίνει σε λίγο ένας μαύρος, κατεβάζει το παντελόνι, πετάγεται ένα κοντάρι και με χοντρή φωνή λέει:
- "Τρέχεις, τρέχω, σε πιάνω σε γ@μ@ω, κουδουνάκια και μαλακίες δεν υπάρχουν".

Ένας παντρεμένος επιχειρηματίας συναντά


ένα όμορφο κορίτσι και συμφωνεί να περάσει τη νύχτα μαζί της για 200€.
Περνά τη νύχτα μ' αυτήν αλλά προτού να φύγει, της λεει ότι δεν έχει μετρητά μαζί του, αλλά θα βάλει το γραμματέα του να γράψει μια επιταγή και να της την ταχυδρομήσει, με την ονομασία "ΜΙΣΘΩΜΑ ΓΙΑ το ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ."
Κατά τη διαδρομή στο γραφείο μετανιώνει για ότι τι έχει κάνει, συνειδητοποιώντας ότι ολόκληρο το γεγονός δεν άξιζε τιμή. Έτσι βάζει το γραμματέα του να στείλει μια επιταγή για 100€ και εσώκλεισε το ακόλουθο δακτυλογραφημένο σημείωμα:
"Αξιότιμη Κυρία,
Συνημμένη θα βρείτε μια επιταγή στο ποσό 100€ για το μίσθωμα του διαμερίσματός σας. Δεν στέλνω το ποσό που συμφωνήθηκε σχετικά με αυτό, επειδή όταν νοίκιασα το διαμέρισμα, ήμουν κάτω από την εντύπωση πως:
1) δεν είχε ξανανοικιαστεί
2) ότι θα έχει αρκετή θέρμανση
3) ότι ήταν αρκετά μικρό για να με κάνει να νιώσω άνετα, ζεστά και βολικά.
Εντούτοις, ανακάλυψα ότι είχε νοικιαστεί προηγουμένως, ότι δεν είχε αρκετή θερμότητα, και ότι ήταν πάρα πολύ μεγάλο."
Παραλαμβάνοντας την επιταγή με τη σημείωση, το κορίτσι τα επέστρεψε αμέσως με την ακόλουθη σημείωση:
"Αξιότιμε Κύριε,
Καταρχήν, δεν μπορώ να καταλάβω πώς αναμένετε ένα όμορφο διαμέρισμα να παραμείνει μη κατειλημμένο. Όσον αφορά στη θερμότητα, υπάρχει άφθονη, αρκεί να ξέρετε πώς να την θέσετε σε λειτουργία. Όσον αφορά το μέγεθος, το διαμέρισμα είναι πράγματι κανονικού μεγέθους, αλλά εάν δεν έχετε αρκετά έπιπλα για να το γεμίσετε, παρακαλώ μην κατηγορείτε την ιδιοκτήτρια.
Στείλετε το μίσθωμα πλήρως ή θα αναγκαστούμε να έρθουμε σε επαφή με την τωρινή ιδιοκτήτριά σας...

Δύο συμμαθητές συναντιούνται μετά από πολύ καιρό


Ο ένας πενθεί. Κι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Tι έγινε ρε; Ποιος πέθανε;
- Η μάνα μου. Μια μέρα εκεί που καθόταν μέσα στο σπίτι ακούει φασαρία. Βγαίνει στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται, σκύβει, γλιστράει και πέφτει...
- Κι εκεί πέθανε;
-...Όχι έχει και συνέχεια. Από κάτω περνούσε ένα τσίρκο, έπεσε πάνω στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναπετάει πάνω, πάει να πιαστεί από την πόρτα φεύγει η πόρτα ξαναπέφτει κάτω...
- Κι εκεί πέθανε;
- Όχι. Ξαναπέφτει στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναστέλνει πάνω πάει να πιαστεί από τα κάγκελα του μπαλκονιού, σπάνε. Ξαναπέφτει κάτω...
Κι εκεί πέθανε;
- ΄Οχι. Ξαναπέφτει στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναστέλνει πάνω πάει να πιαστεί από τα κεραμίδια, κατεβάζει δυο σειρές κεραμίδια ξαναπέφτει κάτω, (μη με διακόψεις, δεν πέθανε εδώ), το τραμπολίνο την ξαναστέλνει πάνω κι εκεί βγαίνει ο πατέρας μου με την καραμπίνα και κουνώντας την σημαδεύει τη μάνα μου την πυροβολεί και φωνάζει:
- Μωρή θα μου το γκρεμίσεις το σπίτι!!!!!!!!!!!!

Ήταν κάποτε τρία άλογα σε μία φάρμα...



Είναι ο Ντορής, ο Ψαρής και η Ντόλ, τρία άλογα σέ μιά πολύ όμορφη και μεγάλη φάρμα.
Περνάνε καλά και ο Ντορής τα έχει με την Ντόλ. Η Ντόλ όμως ψιλογουστάρει και τον Ψαρή.
Ο Ψαρής δέν θέλει να πληγώσει τον φίλο του, αλλά μετά από τις πιέσεις της Ντολ ενδίδει στον πειρασμό και κοιμάται μαζί της.
Δεν αντέχει όμως τις τύψεις και πάει και τα ξερνάει όλα στον Ντορή.
Ο Ντορής δέν αντέχει τα κακά μαντάτα. Στο τέλος της φάρμας υπάρχει ένας μεγάλος γκρεμός. Παίρνει φόρα λοιπόν ο Ντορής και πηδάει.
Μόλις αντιλαμβάνεται το θάνατο του καλύτερού του φίλου ο Ψαρής δέν αντέχει. Παίρνει κι αυτός φόρα και βουτάει.
Μετά από λίγο σκάει μύτη η Ντόλ. Ψάχνει παντού τους φίλους της και τελικά τους βλέπει και τους δύο στο βάθος του γκρεμού.
Καταλαβαίνει... Μήν μπορώντας να αντέξει βουτάει κι αυτή.
Τότε ακούγεται μια φωνή από το βάθος του γκρεμού:
-Ποιός μ@λάκας πετάει άλογα;;!

Τα προβλήματα των γηρατειών...


Λέει ο πρώτος :
- Μου είπε προχτές η εγγονή μου να της διαβάσω ένα παραμύθι και δε μπορούσα να δω τα γράμματα με τίποτα. Εγώ που έβλεπα μύγα στο χιλιόμετρο !! Έβαλα γυαλιά , μετακίνησα το βιβλίο αλλά τίποτα. Δε βλέπω ρε παιδιά ,δε βλέπω ….
Λέει ο δεύτερος :
-Εγώ πάλι, πήγα σ’ενα φίλο μου επίσκεψη που δεν έχει ασανσέρ και για να ανέβω στον πρώτο όροφο τα έφτυσα … Εγώ που έκανα μαραθώνιο για ζέσταμα. Δεν αντέχω ρε παιδιά ,δεν αντέχω…
Λέει και ο τρίτος :
-Εγώ να δείτε τι παθαίνω!! Εχτές που είχε έρθει η Σβετλάνα να καθαρίσει ,την στρίμωξα σε μια γωνιά και πάνω που ετοιμαζόμουν να … (καταλαβαίνετε), μου λέει:
-»Σιγά κύριος Στέλιος, τέταρτη φορά σήμερα ???
Ξεχνάω ρε παιδιά... ΞΕΧΝΑΩ !!!!

Στο φανάρι σταματά μια BMW 735


και την πλησιάζει κουτσαίνοντας ένας ζητιάνος με λερωμένα σκισμένα ρούχα, ξυπόλυτος, αξύριστος, φαλακρός, χωρίς μισά δόντια, ο οποίος απλώνει το χέρι:
Κύριε σας παρακαλώ δώστε μου λίγα λεπτά για να πάρω κάτι να φάω.....
Ο οδηγός τον κοιτάζει με ξαφνιασμένο βλέμμα, και του λέει:
Αν θα σου δώσω 50 ευρώ, πες μου την αλήθεια, θα τα ξοδέψεις σε ποτά και τσιγάρα;
Μα τι λέτε κύριε, είμαι 48 χρονών και ποτέ δεν κάπνιζα, ούτε έπινα.
Καλά, αν θα σου δώσω 100 ευρώ, θα πας σε μπουρδέλο έ; και θα τα δώσεις όλα στις πουτάνες, έτσι δεν είναι;
Μα τι λέτε κύριε, είμαι 48 χρονών, είκοσι χρόνια παντρεμένος με 2 παιδιά, και ποτέ δεν πήγα με άλλη γυναίκα.
Τότε άκου τι θα κάνουμε. Θα σε πάω στο σπίτι μου, και θα πω στη γυναίκα μου να μας σερβίρει ένα πλούσιο τραπέζι και στο τέλος θα σου δώσω και 200 ευρώ. Συμφωνείς;

Μα τι λέτε κύριε, είμαι 48 χρονών, είκοσι χρόνια παντρεμένος με 2 παιδιά, και ποτέ δεν πήγα με άλλη γυναίκα.
Τότε άκου τι θα κάνουμε. Θα σε πάω στο σπίτι μου, και θα πω στη γυναίκα μου να μας σερβίρει ένα πλούσιο τραπέζι και στο τέλος θα σου δώσω και 200 ευρώ. Συμφωνείς;
Μα κύριε ντρέπομαι, κοιτάξτε τα χάλια μου, τι θα πει η κυρία σας;
Χέστηκα για το τι θα πει η βλαμμένη.

Εγώ θέλω να δει πως καταλήγουν οι άντρες που δεν καπνίζουν, δεν πίνουν, και δεν πάνε με πο*τάνες...

Δύο τύποι πίνουν καφέ απ' έξω από μια εκκλησία.

Τελειώνει η λειτουργία και ο παπάς περνάει έξω από το καφενείο κουτσαίνοντας. 
Ο ένας από τους δύο: 
- Παπά έλα να σε κεράσουμε καφέ. 
- Δεν μπορώ τέκνο μου, για τί έπεσα και χτύπησα στο μπιντέ και δεν μπορώ να κάτσω. Μια άλλη φορά ευχαριστώ. 
- Στο καλό να πας παπά. 
Φεύγοντας ο τύπος ρωτάει τον φίλο του: 
- Ρε συ, τι είναι ο μπιντές; 
Και ο φίλος του: 
- Ξέρω 'γω μωρέ μ@@@@α, 40 χρόνια έχω να πάω στην εκκλησία.